Σύμβαση με ΕΟΠΥΥ

ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Τα άρθρα μας αφορούν κυρίως ΜΗ ΙΑΤΡΟΥΣ, για αυτό προσπαθήσαμε να τα γράψουμε όσο πιο απλά γίνεται χωρίς δύσκολους ιατρικούς όρους και πολύπλοκες ερμηνείες, ώστε να γίνονται κατανοητά σε όλους.
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο

Ο ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ πραγματοποιείται στην αρχή αλλά και κατά τη διάρκεια της κύησης έχοντας ως στόχο την ανίχνευση παθολογικών ή γενετικών ευρημάτων. Με αυτό τον τρόπο ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες επιπλοκών τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.

Στον προγεννητικό έλεγχο, οι συνηθέστερες εξετάσεις είναι:

  • Γενική αίματος, Σίδηρος, Φερριτίνη, Φολικό οξύ:

Αυτές οι εξετάσεις βοηθούν στη διερεύνηση της αναιμίας και των παραγόντων που την προκαλούν. Συχνά στις εγκύους παρατηρείται μείωση των επιπέδων του σιδήρου και του φολικού οξέως λόγω των αναγκών του εμβρύου.

  • Ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης:

Η εξέταση της ηλεκτροφόρηρης της αιμοσφαιρίνης βοηθά στη διερεύνηση του φορέα αιμοσφαιρινοπαθειών. Εάν το αποτέλεσμα είναι οριακό, συνιστάται περαιτέρω έλεγχος με μοριακές εξετάσεις.

 Δες στο site

  • Ουρία, Κρεατινίνη:

Αυτές οι εξετάσεις βοηθούν στον έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας.

  • Τρανσαμινάσες (SGOT/SGPT):

Αυτές οι εξετάσεις βοηθούν στον έλεγχο της λειτουργίας του ήπατος.

  • Ουρικό οξύ αίματος
  • Σάκχαρο αίματος
  • Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1C)
  • Καμπύλη σακχάρου
  • Καμπύλη ινσουλίνης
  • Έλεγχος θυρεοειδούς αδένα: TSH, FT4, Anti-TPO, Anti-TG
  • CRP:

 Αυτή η εξέταση βοηθά στον έλεγχο πιθανής φλεγμονής.

  • Γενική ούρων
  • Ομάδα αίματος και Rhesus:

Η διερεύνηση της ομάδας αίματος και του Rhesus είναι σημαντική ειδικά όταν η μητέρα είναι ρέζους αρνητική (Rh-) και ο πατέρας ρέζους θετικός (Rh+). Σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ πιθανό το βρέφος να είναι ρέζους θετικό (Rh+) και να αναπτύσσονται αντισώματα έναντι του ρέζους με συνέπεια σε πιθανή επόμενη εγκυμοσύνη, να υπάρχει κίνδυνος για το βρέφος. Ωστόσο, εάν αυτό είναι γνωστό στους γονείς και αντιμετωπιστεί αμέσως μετά τον τοκετό της πρώτης εγκυμοσύνης, δεν θα αποτελέσει πρόβλημα.

  • Αντισώματα έναντι του ιού της ερυθράς IgM και IgG:

Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ανοσία στη μητέρα και κολλήσει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το βρέφος να παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα στην καρδιά, στην όραση και στην ακοή.

  • Αντισώματα έναντι του παρασίτου τοξόπλασμα gondii:

Το τοξόπλασμα είναι ένα παράσιτο από το οποίο κάποιος μπορεί να μολυνθεί αν έρθει σε επαφή με περιττώματα γάτας, μολυσμένο χώμα, ωμό κρέας ή μη παστεριωμένα γαλακτοκομικά.

Εάν μία γυναίκα δεν έχει αντισώματα και νοσήσει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, υπάρχει κίνδυνος αποβολής ή ανάπτυξης νευρολογικών και οφθαλμολογικών προβλημάτων ή το έμβρυο να γεννηθεί νεκρό.

Στην περίπτωση που τα IgG αντισώματα και τα IgM βρεθούν αρνητικά σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανοσία και η έγκυος πρέπει να λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις για να μην μολυνθεί. Ωστόσο, αν βρεθούν θετικά αντισώματα, είναι πολύ σημαντικό να ανιχνευθεί αν νοσεί ή αν η μόλυνση είναι πρόσφατη. Τα θετικά ΙgM αντισώματα αναπτύσσονται στην περίπτωση που η γυναίκα νοσεί και τα θετικά IgG αντισώματα αναπτύσσονται στην περίπτωση που η γυναίκαι έχει νοσήσει στο παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να διευκρινιστεί το πόσο πρόσφατη ήταν η μόλυνση.

Για να αποκλεισθεί η πιθανότητα ψευδώς θετικών IgM αντισωμάτων, συστήνεται το Avidity test. Όταν το αποτέλεσμα του Avidity test είναι χαμηλό, σημαίνει ότι η μόλυνση είναι ενεργή ή ότι είναι πρόσφατη (κάτω των τριών μηνών). Όταν το αποτέλεσμα του Avidity test είναι υψηλό, τότε σημαίνει ότι η μόλυνση ήταν πριν από τρεις μήνες ή ότι τα IgM αντισώματα είναι ψευδώς θετικά.

  • Αντισώματα έναντι του μεγαλοκυτταροιού (CMV):

Η μόλυνση της εγκύου με τον ιο CMV στο πρώτο τρίμηνο της κύησης, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές στην ανάπτυξη του εμβρύου. Στο δεύτερο τρίμηνο, προκαλεί μόνο ήπιες κλινικές εκδηλώσεις ενώ στο τρίτο τρίμηνο σχεδόν καμία.

Για τη διερεύνηση του CMV εκτελούνται εξετάσεις IgM και IgG αντισωμάτων. Συνιστάται να πραγματοποιηθεί το Αvidity test για να ελεγχθεί αν η λοίμωξη είναι πρόσφατη ή όχι.

  • Λιστέρια:

Η έγκυος μπορεί να μολυνθεί από αυτό τον βάκιλο (listeria monocytogenes) σε περίπτωση που καταναλώσει μη καλά ψημένα κρέατα, γαλακτοκομικά προϊόντα από μη παστεριωμένο γάλα, άπλυτα λαχανικά και ακατέργαστα ή καπνιστά ψάρια ή αν έρθει σε επαφή με μολυσμένα ζώα ή τα περιττώματά τους.

Σε οποιαδήποτε στάδιο της εγκυμοσύνης (κυρίως όμως στο τρίτο τρίμηνο), η μόλυνση μπορεί να αποβεί μοιραία για το έμβρυο.

  • Καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού εκκρίματος:

Αυτές οι εξετάσεις βοηθούν στη διερεύνηση μικροβίων, μυκοπλάσματος, ουρεοπλάσματος και χλαμυδίων. Οποιαδήποτε μόλυνση από τα παραπάνω μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη του εμβρύου ή να οδηγήσει ακόμα και σε αποβολή.

  • Έλεγχος για β-αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

Πρόκειται για μικρόβιο που βρίσκεται στο λαιμό, στο κατώτερο τμήμα του εντέρου και στον κόλπο των γυναικών χωρίς να προκαλεί συμπτώματα. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για το έμβρυο (κυρίως μεταξύ 35ης και 37ης εβδομάδας κύησης) καθώς ακόμα δεν έχει αναπτύξει ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα. Σε περίπτωση ανίχνευσης του ιού, αντιμετωπίζεται με κατάλληλη θεραπεία.

  • Αντισώματα έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β.
  • Αντισώματα έναντι του ιού της ηπατίτιδας C.
  • Αντισώματα έναντι του ιού HIV I και HIV II (ΑIDS).

 Οι εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου πραγματοποιούνται καθώς ο καθένας μπορεί να είναι φορέας των υπό έλεγχο ιών χωρίς ωστόσο να το γνωρίζει. Σε περιπτώσεις όμως, εγκυμοσύνης είναι απαραίτητο να ελέγχονται καθώς υπάρχει πιθανότητα μόλυνσης του εμβρύου με σοβαρές για την υγεία του συνέπειες.

  • Εξέταση RPR  για τη σύφιλη:

Σε περίπτωση θετικού ή αμφιβόλου αποτελέσματος (πιθανότητα ψευδώς θετικών αντισωμάτων) εκτελούνται πιο εξειδικευμένες εξετάσεις.

  • Έλεγχος  μεταλλάξεων για κυστική ίνωση.

 Δες σχετικό άρθρο

  • PAPP-A  

Η εξέταση αυτή ελέγχει την πιθανότητα ύπαρξης τρισωμιών στο χρωμόσωμα 21, 18 και 13 του εμβρύου. Συνίσταται η εξέταση NIPT για πιο ακριβή αποτελέσματα.

  • Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος (NIPT)

Δες στο site μας

Ανάλογα με τα ευρήματα (αιματολογικών ή/και υπερηχογραφηματικών εξετάσεων) και το ιστορικό των γονέων, ο θεράπων ιατρός μπορεί να υποδείξει περαιτέρω εξετάσεις (θρομβοφιλίας, καρυότυπου περιφερικού αίματος, μοριακού καρυότυπου, μοριακή διερεύνηση άλλων γενετικών ανωμαλιών).

Επικοινωνήστε μαζί μας για να κλείσουμε ραντεβού

+30 210 9750750